ουλοφόνον

ουλοφόνον
οὐλοφόνον, τὸ (Α)
βλ. ουλοφόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οὐλοφόνον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλοφόνος — οὐλοφόνος, ον (Α) 1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνον το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”